υποπτος

υποπτος
    ὕποπτος
    ὕπ-οπτος
    2
    1) подозрительный, недоверчивый
    

(πρός τινα Plut.)

    2) предполагающий, опасающийся
    

ὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. — предвидя взятие Трои

    3) внушающий подозрение, подозрительный
    

ὕ. τινι Thuc., Eur.; — внушающий подозрение кому-л.;

    ὕ. τινος Plut. или ἐπί τινι Luc. — подозреваемый в чем-л.;
    τοῦτο ὕποπτον ἂν γένοιτο Xen. — это могло бы возбудить подозрение - см. тж. ὕποπτον


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υποπτος" в других словарях:

  • ὕποπτος — viewed with suspicion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποπτότερον — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial comp ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτότατα — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial superl ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπτως — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕποπτον — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτοτέρους — ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτότερα — ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτότεραι — ὕποπτος viewed with suspicion fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπτότεροι — ὕποπτος viewed with suspicion masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»