ὕποπτος — viewed with suspicion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει … Dictionary of Greek
ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποπτότερον — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial comp ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότατα — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial superl ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτως — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕποπτον — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτοτέρους — ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότερα — ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότεραι — ὕποπτος viewed with suspicion fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότεροι — ὕποπτος viewed with suspicion masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)